οἰάκισμα

Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A steering, governing, Trag.Adesp.287 ; regimen, Gloss.

German (Pape)

[Seite 297] τό, das Steuern, Lenken, D. L. 9, 12.

Greek (Liddell-Scott)

οἰάκισμα: [ᾱ], τό, τὸ οἰακίζειν, κυβερνᾶν, Διόδοτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 12. - οἰακισμός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζιανζ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἰάκισμα) οιακίζω
1. ο χειρισμός του οίακα
2. μτφ. τρόπος διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).

Russian (Dvoretsky)

οἰάκισμα: ατος τό управление, руководство (πρὸς σταθμὸν βίου Diodotus ap. Diog. L.).