οἰάκισμα

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκισμα Medium diacritics: οἰάκισμα Low diacritics: οιάκισμα Capitals: ΟΙΑΚΙΣΜΑ
Transliteration A: oiákisma Transliteration B: oiakisma Transliteration C: oiakisma Beta Code: oi)a/kisma

English (LSJ)

-ατος, τό, steering, governing, Trag.Adesp.287; regimen, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 297] τό, das Steuern, Lenken, D. L. 9, 12.

Russian (Dvoretsky)

οἰάκισμα: ατος τό управление, руководство (πρὸς σταθμὸν βίου Diodotus ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰάκισμα: [ᾱ], τό, τὸ οἰακίζειν, κυβερνᾶν, Διόδοτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 12. - οἰακισμός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Γρηγ. τοῦ Ναζιανζ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἰάκισμα) οιακίζω
1. ο χειρισμός του οίακα
2. μτφ. τρόπος διακυβέρνησης, καθοδήγησης («ἀκριβἐς οἰάκισμα πρὸς στάθμην βίου», Διογ. Λαέρ.).