χαριτία

Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ἡ,

   A jest, joke, X.Cyr.2.2.13.

German (Pape)

[Seite 1339] ἡ, Scherz, Spaß, Xen. Cyr. 2, 2,13.

Greek (Liddell-Scott)

χαρῐτία: ἡ, ἀστειότης, χαριεντισμός, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne grâce, enjouement.
Étymologie: χάρις.

Greek Monolingual

ἡ, Α χάρις, -ιτος]
χαριεντισμός, πείραγμα.

Greek Monotonic

χαρῐτία: ἡ, χαριεντισμός, αστείο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρῐτία: ἡ шутка, острота Xen.