χαριεντισμός
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
English (LSJ)
ὁ, wit, Pl.Tht.168d; χ. καὶ εὐτραπελία Id.R.563a; opp. σπουδή, Plu.2.11e; χ. ἐν σπουδῇ γενόμενος D.H.Isoc.12; including a vein of irony, coupled with δριμύτης, Hermog.Id.2.5.
German (Pape)
[Seite 1337] ὁ, seines od. artiges Benehmen, bes. das Scherzen, witzige Reden; Plat. Theaet. 168 d; καὶ εὐτραπελία Rep. VIII, 563 a; Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
trait d'esprit, plaisanterie.
Étymologie: χαριεντίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
χᾰριεντισμός: ὁ
1 любезность, благосклонность (εὐτραπελία τε καὶ χ. Plat.);
2 шутка, острота Plat.: τὸ τοῦ Πλάτωνος σπουδῇ καὶ χαριεντισμῷ μεμιγμένον Plut. изречение Платона, в котором серьезное смешано с шуткой.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰριεντισμός: ὁ, τὸ μετὰ χάριτος ἀστεΐζεσθαι, χαρίεις ἀστεϊσμός, Πλάτ. Θεαίτ. 168D· χ. καὶ εὐτραπελία ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 563B· ἀντίθετ. τῷ σπουδή, Πλούτ. 2. 11F· χ. ἐν σπουδῇ γενόμενος Διονύσ. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 12. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον περικλείει τὴν ἔννοιαν σκώμματος ἢ εἰρωνείας.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ χαριεντίζομαι
1. πρόσχαρη συμπεριφορά
2. ερωτοτροπία.
Greek Monotonic
χᾰριεντισμός: ὁ, αστεϊσμός, αστείο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
χᾰριεντισμός, οῦ, ὁ, [from χᾰριεντίζομαι]
wittiness, wit, Plat.