αὐτημερόν

Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Ion. for αὐθημερόν, Hdt.2.122.

French (Bailly abrégé)

ion. c. αὐθημερόν.

Spanish (DGE)

v. αὐθημερόν.

Greek Monolingual

αὐτημερόν επίρρ. (Α)
αυθημερόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αυθημερόν].

Greek Monotonic

αὐτημερόν: Ιων. αντί αὐθ-ημερόν.

Russian (Dvoretsky)

αὐτημερόν: adv. ион. Her. = αὐθημερόν и αὐτῆμαρ.