Στυμφαλίς
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de Stymphale ; Στυμφαλὶς λίμνη HDT lac de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.
English (Slater)
Στυμφᾱλῐς (f. adj.)
1 Stymphalian ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν (O. 6.84)
Russian (Dvoretsky)
Στυμφᾱλίς: ион. Στυμφηλίς, ίδος adj. f стимфальская (λίμνη Her.).