Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Στυμφαλίς

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de Stymphale ; Στυμφαλὶς λίμνη HDT lac de Stymphale.
Étymologie: Στύμφαλος.

English (Slater)

Στυμφᾱλῐς (f. adj.) Stymphalian ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν (O. 6.84)

Russian (Dvoretsky)

Στυμφᾱλίς: ион. Στυμφηλίς, ίδος adj. f стимфальская (λίμνη Her.).