ἀσυνήμων

Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A not comprehending, A.Ag.1060.

German (Pape)

[Seite 380] ον, = ἀσύνετος, Aesch. Ag. 1030.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνήμων: παλ. Ἀττ. ἀξυνήμων, ον, = ἀσύνετος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1060: ― ἀσυνημονέω = ἀσυνετέω, Τζέτζ. Ἐπιστ. 19. σ. 46, 6.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
c. ἀσύνετος.

Greek Monolingual

ἀσυνήμων, -ον (Α) συνίημι
ο μη νοήμων, αυτός που δεν καταλαβαίνει κάτι.

Greek Monotonic

ἀσυνήμων: αρχ. Αττ. ἀ-ξυνήμων, -ον, = ἀσύνετος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυνήμων: староатт. ἀξυνήμων 2, gen. ονος непонимающий Aesch.