ἐκραίνω

Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A scatter out of, make to fall in drops from, κόμης μυελὸν ἐ. S.Tr.781 ; ἐγκέφαλον ἐξέρρᾱνε E.Cyc.402 : metaph., τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἅλυσιν ἐκ τῆς μηχανῆς dub. in Plb.8.6.3.

German (Pape)

[Seite 777] ausspritzen; κόμης λευκὸν μυελόν Soph. Tr. 778; Eur. Cycl. 402.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκραίνω: κάμνω τι νὰ ἐκραίνῃ, νὰ ῥαίνῃ, νὰ στάζῃ ἔξω, κόμης δὲ λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει Σοφ. Τρ. 785· ἐγκέφαλον ἐξέρᾱνε Εὐρ. Κυκλ. 402.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξέρρανα;
faire jaillir.
Étymologie: ἐκ, ῥαίνω.

Spanish (DGE)

1 hacer salir, esparcir κόμης ... μυελόν S.Tr.781, ἐγκέφαλον E.Cyc.402.
2 dejar caer, soltar τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἅλυσιν ἐκ τῆς μηχανῆς ... ἐξέρραινε dejaba caer el garfio y la cadena de la máquina Plb.8.6.3.

Greek Monolingual

ἐκραίνω (Α)
1. ραντίζω έξω
2. κάνω κάτι να χύνεται, να χυθεί ή να στάζει έξω.

Greek Monotonic

ἐκραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, ραντίζω, αποστάζω, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκραίνω: (aor. ἐξέρρᾱνα) разбрызгивать, брызгать (κόμης λευκὸν μυελὸν ἐκραίνει Soph.; ἐγκέφαλον ἐξέρρανε Eur.).