διατείχιον

Revision as of 07:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

τό, = sq., D.S.16.12 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 606] τό, = folgdm, D. Sic. 16, 12, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

διατείχιον: τό, = τῷ ἑπομ., Διόδ. 16. 12.

Spanish (DGE)

-ου, τό muro o fortificación D.S.16.12.

Greek Monolingual

διατείχιον, το (Α)
διατείχισμα.

Russian (Dvoretsky)

διατείχιον: τό Diod. = διατείχισμα.