διατείχιον
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
τό, = διατείχισμα (place walled off and fortified, cross-wall, wall between two places, wall of partition), DS. 16.12 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-ου, τό muro o fortificación D.S.16.12.
German (Pape)
[Seite 606] τό, = folgdm, D. Sic. 16, 12, l. d.
Russian (Dvoretsky)
διατείχιον: τό Diod. = διατείχισμα.
Greek (Liddell-Scott)
διατείχιον: τό, = τῷ ἑπομ., Διόδ. 16. 12.
Greek Monolingual
διατείχιον, το (Α)
διατείχισμα.