αὐλῳδικός

Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A belonging to αὐλῳδία, νόμοι ib.1132c, etc.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλῳδικός: -ή, -όν, ὁ τῆς αὐλῳδίας, ὁ ἀνήκων εἰς αὐλωδίαν, Πλούτ. 2. 1132C, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’art de jouer de la flûte.
Étymologie: αὐλῳδός.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
tocado a la flauta νόμοι Plu.2.1132c, d, f, 1133a, 1134d.

Greek Monolingual

αὐλῳδικός, -ή, -όν (Α) αυλῳδία
αυτός που αναφέρεται στην αυλωδία.

Russian (Dvoretsky)

αὐλῳδικός: Plut. = αὐλητικός.