αὐλῳδός
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
ὁ, aulode, one who sings to the flute, SIG457.19 (Thespiae, iii B. C.), Plu.2.150a, Ath.14.621b; cf. αὐλαϝυδός.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): beoc. αὐλαϝυδός IG 7.3195.15 (Orcómeno I a.C.)
cantante acompaña do por la flauta, SIG 457.19 (Tespias III a.C.), IG l.c., Plu.2.149f, 704c, 1134a, Ath.538f, 621, Paus.10.7.4, Sch.Ar.Ach.16a.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
joueur de flûte.
Étymologie: αὐλός, ᾠδή.
German (Pape)
(ᾠδή), der zur Flöte singt, Plut. de mus. 8 und oft; Paus. 10.7.
Russian (Dvoretsky)
αὐλῳδός: ὁ Plut. = αὐλητής.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλῳδός: ὁ, ὁ ἄδων πρὸς αὐλὸν Πλούτ. 2. 149F· διάφορος τοῦ αὐλητοῦ, Ἀθήν. 538F, Συλλ. Ἐπιγρ. 1584. 13· πρβλ. αὐλαϝαυδὸς.
Greek Monolingual
αὐλῳδός, ο (Α)
αυτός που τραγουδά με συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ῳδός < ᾴδω (< αείδω) (πρβλ. μελῳδός, τραγῳδός, υμνῳδός κ.ά.)].