χρέμψ

Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

a kind of

   A fish, prob. = χρόμις, Arist.HA534a8 (v.l. χρέψ).

German (Pape)

[Seite 1371] ein Fisch, Arist. H. A. 4, 8.

Greek (Liddell-Scott)

χρέμψ: εἶδος ἰχθύος, μνημονευομένου μεταξὺ τῶν ὀξυηκόων ἰχθύων, τοῦ κεστρέως καὶ λάβρακος, κλπ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18 (διάφορ. γραφ. χρέψ, ἀλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει τὸ ὁδηγοῦν ἡμᾶς εἰς διάκρισιν τοῦ γένους ἢ τῆς κλίσεως).

Greek Monolingual

και χρέψ, ὁ, Α
είδος ψαριού, ο χρέμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. χρέμπτομαι.

Russian (Dvoretsky)

χρέμψ: (род и склон. неизвестны) хремпс (вид рыбы, отличающейся тонким слухом) Arst.