χρόμις

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρόμις Medium diacritics: χρόμις Low diacritics: χρόμις Capitals: ΧΡΟΜΙΣ
Transliteration A: chrómis Transliteration B: chromis Transliteration C: chromis Beta Code: xro/mis

English (LSJ)

ιος, ὁ (ἡ in Ael.NA9.7), a sea-fish like σκίαινα, perhaps Umbrina cirrhosa, Anan.5.1 (χρόμιος), Epich.58 (χρόμιος or -ίας codd.Ath.), Arist.HA534a9 (v.l. χρέμις), Numen. ap. Ath.7.295b; cf. χρέμυς.

German (Pape)

[Seite 1377] ὁ, ein Meerfisch, weil er einen knarrenden Laut von sich gegeben haben soll (vgl. die Vorigen und χρέμω); Numen. u. Archestr. bei Ath. VII, 328 a; Arist. H. A. 4, 8.

Russian (Dvoretsky)

χρόμις: ιος ὁ хромий (род морской рыбы) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χρόμις: -ιος, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, ἴσως = χρέμψ, Ἀνάνιος 1, Ἐπίχαρμ. 29 Ahr., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 18˙ ἀλλ’ ὑπάρχουσι πολλαὶ διάφ. γραφαί.

Greek Monolingual

-ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χρόμις, ἡ, Α
νεοελλ.
παλαιότερη λόγια ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων
αρχ.
το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία ψάρι μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ της ρίζας του ρ. χρεμετίζω + κατάλ. -ις (πρβλ. ὄφις)].