ὑψαυχενίζω

Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A = ὑψαυχενέω, AP9.777 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψαυχενίζω: ὑψαυχενέω, Ἀνθ. Π. 9. 777.

French (Bailly abrégé)

c. ὑψαυχενέω.

Greek Monolingual

Α
ὑψαυχενῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψαυχενῶ, κατά τα ρ. σε -ίζω].

Greek Monotonic

ὑψαυχενίζω: μέλ. -σω, κρατώ τον αυχένα ψηλά, κάνω επίδειξη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψαυχενίζω: Anth. = ὑψαυχενέω.