πεταυριστής

Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

German (Pape)

[Seite 605] ὁ, der Seiltänzer, petaurista, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και πετευριστής Α πεταυρίζω / πετευρίζομαι]
ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο.

Russian (Dvoretsky)

πεταυριστής: οῦ ὁ досл. канатоходец, акробат, перен. прыгун Plin.