διόπερ

Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

or δι' ὅπερ,

   A v. διό.

Greek (Liddell-Scott)

διόπερ: ἢ δι’ ὅπερ, ἴδε ἐν λ. διό.

French (Bailly abrégé)

p. δι’ ὅπερ;
conj.
1 c’est pourquoi;
2 parce que.
Étymologie: διά, ὅπερ.

Spanish (DGE)

conj. causal por lo que precisamente φύσις δὲ αὐτάρκης· διόπερ νικᾷ Democr.B 176, cf. 181, 191, Hp.Hum.13, Th.8.50, 92, Pl.Lg.679c, Ep.309c, And.Myst.10, X.Cyr.5.1.13, Isoc.1.5, 12, D.1.23, 9.46, Arist.PA 640a19, IG 11(4).1052.11 (III a.C.), PZen.Col.87.7 (III a.C.), Plb.1.12.8, 4.16.3, 12.20.7, Sardis 4.7 (II a.C.), D.S.5.77, LXX 2Ma.14.19, Aesop.1, 136, POxy.3643.5 (II d.C.).

English (Strong)

from διό and περ; on which very account: wherefore.

English (Thayer)

conjunction (from διό and the enclitic particle περ (which see)) (from Thucydides down); on which very account (A. V. wherefore): Treg. διό περ); L T Tr WH διό.

Greek Monolingual

διόπερ (AM) (επιτατ. του διό)
γι' αυτό ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διό + περ].

Greek Monotonic

διόπερ: ή δι'ὅπερ, = διό, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διόπερ: [δι᾽ ὅπερ
1) ввиду чего, а поэтому Thuc., Dem., Plut.;
2) потому что Xen., Dem.