μισαλάζων

Revision as of 07:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A hating boasters, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 189] ονος, Prahlen, Prahlerei hassend, Luc. Pisc. 20, μισαλαζών ist falsche Betonung.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσᾰλάζων: γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui hait les vantards.
Étymologie: μισέω, ἀλάζων.

Greek Monolingual

μισαλάζων, -ον (Α)
αυτός που μισεί και εχθρεύεται τους αλαζόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἀλαζών].

Greek Monotonic

μῑσᾰλάζων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που μισεί όσους καυχησιολογούν, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μῑσᾰλάζων: 2, gen. ονος ненавидящий хвастовство Luc.