μισαλάζων

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσᾰλάζων Medium diacritics: μισαλάζων Low diacritics: μισαλάζων Capitals: ΜΙΣΑΛΑΖΩΝ
Transliteration A: misalázōn Transliteration B: misalazōn Transliteration C: misalazon Beta Code: misala/zwn

English (LSJ)

μισαλάζον, gen. ονος, hating boasters, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 189] ονος, Prahlen, Prahlerei hassend, Luc. Pisc. 20, μισαλαζών ist falsche Betonung.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui hait les vantards.
Étymologie: μισέω, ἀλάζων.

Russian (Dvoretsky)

μῑσᾰλάζων: 2, gen. ονος ненавидящий хвастовство Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσᾰλάζων: γεν. ονος, ὁ μισῶν τοὺς ἀλαζόνας, Λουκ. Ἁλιεύς, 20 (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. φέρεται μισαλαζών).

Greek Monolingual

μισαλάζων, -ον (Α)
αυτός που μισεί και εχθρεύεται τους αλαζόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἀλαζών].

Greek Monotonic

μῑσᾰλάζων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που μισεί όσους καυχησιολογούν, σε Λουκ.

Middle Liddell

μῑσ-ᾰλάζων, ονος,
hating boasters, Luc.