βαθυκλεής

Revision as of 07:35, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές,

   A = βαθύδοξος, AP9.575 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθυκλεής: -ές, = βαθύδοξος, Ἀνθ. Π. 9. 575.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la gloire immense.
Étymologie: βαθύς, κλέος.

Spanish (DGE)

-ές de arraigada fama, AP 9.575 (Phil.).

Greek Monotonic

βᾰθῠκλεής: -ές (κλέος), περίλαμπρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βαθυκλεής: Anth. = βαθύδοξος.