περίλαμπρος
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
German (Pape)
[Seite 582] sehr glänzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περίλαμπρος: -ον, λίαν λαμπρός, ἀκτινοβόλος, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίλαμπρος, -ον, θηλ. και -η, ΝΜ
αυτός που εκπέμπει φως, που λάμπει από παντού, περιλαμπής
νεοελλ.
περίφημος, ξακουστός.
επίρρ...
περιλάμπρως ΝΜ και περίλαμπρα Ν
με περίλαμπρο τρόπο, με λαμπρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λαμπρός.