ἐπίμικτος

Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

German (Pape)

[Seite 963] beigemischt, vermischt, Nic. Th. 528 u. a. Sp.; ἔστι τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα, sind ihnen gemein, Strab. XIV p. 647.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμικτος: -ον, κοινὸς εἴς τινα, ἔστι τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα Στράβων 647. 2) μεμιγμένος, ἀνάμικτος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 52, Νικ. Θηρ. 528· φασήλοις τριηρετικοῖς, ἐπιμίκτοις ἔκ τε φορτίδων νεῶν καὶ μακρῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 95. ― Ἐπίρρ. ἐπιμίκτως Ζωναρ. ἐν Συντάγματι Ἱερ. καν. τ. 2, σ. 226.

Greek Monolingual

ἐπίμικτος και ἐπίμεικτος, -ον (Α) [[[επιμίγνυμι]]
1. ανακατωμένος
2. κοινός («τὰ χωρία ταῡτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», Στράβ.)
3. αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές
4. (για στίχο ή ποίημα) εκείνος που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμικτος: досл. смешанный, ирон. путаный (Πρωταγόρης Timon ap. Diog. L.).