ἐπίμεικτος
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
ἐπίμεικτον,
A common to, Λυδοῖς καὶ Καρσί Str.14.1.38.
2. mixed, Nic.Th.528, Gal.7.433; φάσηλοις τριηρετικοῖς, ἐπιμίκτοις ἐκ φορτίδων νεῶν καὶ μακρῶν = three-banked phaseli - a combination of warship and merchant vessel, combining the features of... App.BC5.95: ὁ ἐπίμεικτος (sc. ὄχλος) = confused crowd LXX Nu.11.4.
3. in Metric, of metres in which different feet are combined, Heph.9.1, cf. Sch.adloc.
4. sociable, gregarious, Timo 47.
5. Adv. ἐπιμείκτως = in a mixture, in combination, Paul.Aeg.3.48.
German (Pape)
[Seite 963] beigemischt, vermischt, Nic. Th. 528 u. a. Sp.; ἔστι τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα, sind ihnen gemein, Strab. XIV p. 647.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίμικτος: досл. смешанный, ирон. путаный (Πρωταγόρης Timon ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμικτος: -ον, κοινὸς εἴς τινα, ἔστι τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα Στράβων 647. 2) μεμιγμένος, ἀνάμικτος, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 52, Νικ. Θηρ. 528· φασήλοις τριηρετικοῖς, ἐπιμίκτοις ἔκ τε φορτίδων νεῶν καὶ μακρῶν Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 95. ― Ἐπίρρ. ἐπιμίκτως Ζωναρ. ἐν Συντάγματι Ἱερ. καν. τ. 2, σ. 226.
Greek Monolingual
ἐπίμικτος και ἐπίμεικτος, -ον (Α) επιμίγνυμι
1. ανακατωμένος
2. κοινός («τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῖς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», Στράβ.)
3. αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές
4. (για στίχο ή ποίημα) εκείνος που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.