ἀνοικτέον

Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A one must open, E.Ion1387.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνοίγω, πρέπει τις νὰ ἀνοίξῃ, Εὐρ. Ἴων 1387.

Spanish (DGE)

hay que abrir τάδ' E.Io 1387.

Greek Monotonic

ἀνοικτέον: ρημ. επίθ. του ἀνοίγω, αυτό που πρέπει να ανοιχθεί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοικτέον: adj. verb. к ἀνοίγω.