ἀνοικτέον
From LSJ
English (LSJ)
one must open, E.Ion1387.
Spanish (DGE)
hay que abrir τάδ' E.Io 1387.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοικτέον: adj. verb. к ἀνοίγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνοίγω, πρέπει τις νὰ ἀνοίξῃ, Εὐρ. Ἴων 1387.
Greek Monotonic
ἀνοικτέον: ρημ. επίθ. του ἀνοίγω, αυτό που πρέπει να ανοιχθεί, σε Ευρ.