περιμετρέω

Revision as of 07:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A measure all round, Luc.Icar.6, Nav.12.

German (Pape)

[Seite 583] rings herum messen (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιμετρέω: μετρῶ ὁλόγυρα, Λουκ. Ἰκαρομ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
mesurer tout autour.
Étymologie: περί, μετρέω.

Greek Monotonic

περιμετρέω: μέλ. -ήσω, μετρώ ολόγυρα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιμετρέω: производить обмер, измерять (τὸ μέγεθός τινος Luc.).