μετρέω

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρέω Medium diacritics: μετρέω Low diacritics: μετρέω Capitals: ΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: metréō Transliteration B: metreō Transliteration C: metreo Beta Code: metre/w

English (LSJ)

Heraclean I pl. impf.
A ἐμετρίωμες Tab.Heracl.2.45: pres. part. Pass. μετριώμεναι ib.1.22, 28: (μέτρον):—measure:
I of Space, measure, i.e. pass over, traverse, πέλαγος μέγα μετρήσαντες Od.3.179; προτέρω μετρεῖν (sc. θάλασσαν) to sail farther, A.R.2.915, cf. 4.1779:—in Med., ἅλα μετρήσασθαι Mosch.2.157; μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου measuring them with the eyes, S.Aj.5:—Pass., to be measured, A.Ch.209; to be measured round, D.P.197.
II of time, μακροὶ… ἂν μετρηθεῖεν χρόνοι S.OT561.
III of Number, Size, Worth, etc.,
1 count, Alc.142; ἐπ' ᾐόνι κύματα μ. Theoc. 16.60, cf. AP4.3b.10 (s.v.l., Agath.).
2 measure, χώρην ὀργυιῇσι, σταδίοισι, etc., Hdt.2.6; χώρας κατὰ παρασάγγας Id.6.42; τῇ γαστρὶ μ. τὴν εὐδαιμονίαν measure happiness by sensual enjoyments, D.18.296; μ. πορφύρᾳ τὸ εὔδα' μον Luc.Nigr.15, etc.; ὁπηνίκ' ἂν εἲκοσι ποδῶν μετροῦντι τὸ στοιχεῖον ᾖ when you measure it, Eub.119.7, cf. 9; ἀριθμεῖν τἀγαθὰ καὶ μετρεῖν Pl.R. 348a; μ. καὶ ἀριθμεῖν καὶ ἱστάναι ib.602d: —Pass., Πόντος… καὶ Ἑλλήσποντος οὕτω μοι μεμετρέαται Hdt.4.86; μετρεῖσθαι πρὸς ἄλληλα Pl.Plt. 284d, etc.
b Math., of magnitudes or numbers, measure, Arist.Cael.273b12, Euc.7 Def.14, Eratosth. ap. Nicom.Ar.1.13 (Act. and Pass.), etc.; μετρηθῆναι κοινῷ μέτρῳ πρός… to be commensurable with, ibid.
3 measure out, τἄλφιτ' ἐν ἀγορᾷ Ar.Eq.1009, cf. Ach.548 (Pass.); πώλοισι χόρτον μ. E.Rh.772; μέτρησον εἰρήνης τί μοι Ar.Ach.1021; μετρεῖν τὴν ἴσην give measure for measure, Paus.2.18.2; ἢ μετάδος ἢ μέτρησον ἢ τιμὴν λαβέ lend by measure, Theopomp.Com.26:—Med., to have measured out to oneself, in buying or borrowing, εὖ μετρεῖσθαι παρὰ γείτονος get good measure from one's neighbour, Hes.Op.349; τὰ ἄλφιτα καθ' ἡμίεκτον μετρούμενοι D.34.37, cf. Herod.6.5, SIG976.61 (Samos, ii B. C.), Plu. Caes.48.
4 deliver, pay, of corn and other measurable commodities, σῖτόν τινι D.46.20, PHib.1.39.3 (iii B. C.); ἔλαιον ib.131 (iii B. C.):—Med., receive in payment, ib.103 (iii B. C.), etc.
IV moderate, of pain, Pall.in Hp.12.273 C.

German (Pape)

[Seite 162] messen; πέλαγος μέγα μετρήσαντες, das Meer durchmessen, durchschiffen, Od. 3, 179, wie Ap. Rh. 1, 930; absolut, 2, 915; ἅλα μετρήσασθαι, Mosch. 2, 153; gew. ab-, ausmessen, Aesch. Ch. 207, ἄνω τε καὶ κάτω τείχη μετρῶν, Eur. Phoen. 188; u. im med., μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου νεοχάρακτα, Soph. Ai. 5; von der Zeit, μακροὶ παλαιοί τ' ἂν μετρηθεῖεν χρόνοι, O. R. 561; abmessen, ausmessen, wonach, mit dem dat. des Maaßes, τὴν γῆν ὀργυιῇσι, σταδίοισι, Her. 2, 6 u. öfter; σχοίνοις καὶ παρασάγγαις μετροῦντες, Xen. Cyr. 8, 2, 11; ἀριθμεῖν δεήσει τἀγαθὰ καὶ μετρεῖν, Plat. Rep. I, 348 a; δι' ἀριθμῶν μετρηθέντα, Phil. 17 d; geradezu zählen, Theocr. 16, 60; vgl. Iac. A. P. p. 47; auch πρὸς ἄλληλα μετρεῖσθαι, Plat. Polit. 284 d. – Übertr., τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν, Dem. 18, 296, nach dem Bauche die Glückseligkeit abmessen, abschätzen; vgl. Pol. μετρεῖν πάντα ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις, 2, 47, 5; auch πάντα μετρῶν πρὸς τὸ τῆς ἰδίας πατρίδος συμφέρον, 17, 14, 11; ὅστις πορφύρᾳ καὶ δυναστείᾳ μετρεῖ τὸ εὔδαιμον, Luc. Nigr. 15; – τινί τι, Einem Etwas zumessen, Eur. Rhes. 772, wie Ar. komisch sagt μέτρησον εἰρήνης τί μοι, Ach. 1021; med. sich zumessen lassen, τὰ ἄλφιτα καθ' ἡμίεκτον μετρούμενοι, Dem. 34, 37; εὖ μετρεῖσθαι παρὰ γείτονος, sich vom Nachbar als Darlehen richtig zumessen lassen, Hes. O. 351; σῖτον, Plut. Caes. 48.

French (Bailly abrégé)

μετρῶ :
f. μετρήσω, ao. ἐμέτρησα, pf. μεμέτρηκα;
mesurer, càd : tr.
1 prendre la mesure de, arpenter : τι, de qch ; πέλαγος, mesurer, càd parcourir la mer ; χώρην ὀργυιῇσι HDT, παρασάγγαις PLUT mesurer un pays en brasses, en parasanges;
2 attribuer une mesure de : τί τινι, de qch à qqn ; avec un acc. : τὸν σῖτον μετρεῖσθαι PLUT recevoir une mesure de farine, de blé;
Moy. μετρέομαι, μετροῦμαι mesurer : ἴχνη τινός SOPH mesurer ou suivre (des yeux) les traces de qqn.
Étymologie: μέτρον.

Russian (Dvoretsky)

μετρέω:
1 мерить, измерять (τὴν γῆν σταδίοισι Her.): μακροὶ ἂν μετρηθεῖεν χρόνοι Soph. долгие времена пришлось бы отмерить, т. е. давно это было;
2 отмеривать (χόρτον πώλοισι Eur.; τὸν σῖτόν τινι Dem.; ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν NT): τὸν σῖτον μετρεῖσθαι Plut. получать свой хлебный паек;
3 перен. измерять, оценивать, определять (τἀγαθά Plat.; τὴν εὐδαιμονίαν τῇ γαστρί Dem.);
4 перен. проходить, проезжать, переплывать (πέλαγος Hom.; κύματα Anth.);
5 med. отыскивать, высматривать (ἴχνη τινός Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μετρέω: (μέτρον) μετρῶ κατά τινα τρόπον οἱονδήποτε: Ι. ἐπὶ τόπου ἢ διαστήματος, μετρῶ, δηλ. διαβαίνω, διέρχομαι, πέλαγος μέγα μετρήσαντες, «ἀντὶ τοῦ διαπεραιωσάμενοι... εἴληπται δὲ ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος» (Εὐστ.), Ὀδ. Γ. 179· προτέρω μετρεῖν (ἐνν. θάλασσαν), πλεῖν περαιτέρω, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 915, πρβλ. Δ. 1779· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἅλα μετρήσασθαι Μόσχ. 2. 153. - Μέσ., μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου, μετροῦντα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Αἴ. 5 ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: - Παθ., μετροῦμαι, Αἰσχύλ. Χο. 209· μακροί… ἂν μετρηθεῖεν χρόνοι Σοφ. Ο. Τ. 561· μετροῦμαι ὁλόγυρα, Καρχηδών, ἣν μύθος ὑπαὶ βοῒ μετρηθῆναι, ὅτι ἐμετρήθη κύκλῳ διὰ τῶν ἱμάντων δέρματος βοός, Διον. Π. 197. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμοῦ, μεγέθους, ἀξίας, κτλ.· ἑπομένως, 1) ἀριθμῶ, «λογαριάζω», Ἀλκαῖ. 137, Θεόκρ. 16, 60, Ἀνθ. Π. 4. 3, 56. 2) μετρῶ ἔκτασιν, Λατ. metiri, mensurare, τὴν γῆν ὀργυιῇσι, σταδίοισι, κτλ., Ἡρόδ. 2. 6, πρβλ. 6. 42· τῇ γαστρὶ μ. τὴν εὐδαιμονίαν, μετρῶ, ἐκτιμῶ τὴν εὐδαιμονίαν διὰ τῶν ἡδονῶν τῆς γαστρός, Δημ. 324. 25· μ. πορφύρᾳ τὸ εὔδαιμον Λουκ. Νιγρ. 15, κτλ.· ὁπηνίκ’ ἂν εἴκοσι ποδῶν μετροῦντι τὸ στοιχεῖον ᾖ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 7, πρβλ. 9· ἀριθμεῖν καὶ μετρεῖν Πλάτ. Πολ. 348Α· λογίσασθαι καὶ μετρῆσαι αὐτόθι 602D. ― Παθ., Πόντος... καὶ Ἑλλήσποντος οὕτω μοι μεμετρέαται Ἡρόδ. 4. 86· μετρεῖσθαι πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Πολιτ. 284D, κτλ. 3) μετρῶ, τἄλφιτ’ ἐν ἀγορᾷ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1009, πρβλ. Ἀχ. 548· μ. πώλοισι χόρτον Εὐρ. Ρῆσ. 772· τὸν σῖτόν τινι Δημ. 1135. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 1021· μετρῶ τὴν ἴσην, ἀποδίδω τὰ ἴσα, Παυσ. 2. 18, 2· ἢ μετάδος ἢ μέτρησον ἢ τιμὴν λάβε, τὸ μέτρησον = δάνεισον, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσι» 3. ― Μέσ., μετρῶ δι’ ἐμαυτὸν ἀγοράζων ἢ δανείζων, εὖ μετρεῖσθαι παρὰ γείτονος, λαμβάνω καλὸν μέτρον παρά..., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 347· τὰ ἄλφιτα παρ’ ἡμίεκτον μετρούμενοι Δημ. 918. 11. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετρεῖ· δανείζει. καὶ μετρεῖσθαι, δανείζεσθαι».

English (Autenrieth)

aor. part. μετρήσαντες: measure, fig. πέλαγος, of traversing its extent, Od. 3.179†.

Spanish

contar mentalmente, calcular

English (Strong)

from μέτρον; to measure (i.e. ascertain in size by a fixed standard); by implication, to admeasure (i.e. allot by rule); figuratively, to estimate: measure, mete.

English (Thayer)

μέτρῳ; 1st aorist ἐμέτρησα; 1future passive μετρηθήσομαι; (μέτρον); from Homer, Odyssey 3,179 down; the Sept. several times for מָדַד; to measure; i. e.:
1. to measure out or off, a. properly, any space or distance with a measurer's reed or rule: τόν ναόν, τήν αὐλήν, etc., τῷ καλάμῳ added, ἐν αὐτῷ, i. e. τῷ καλάμῳ, to judge accoding to any rule or standard, to estimate: ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, by what standard ye measure (others) (but the instrumental ἐν seems to point to a measure of capacity; cf. Winer's Grammar, 388 (363); Buttmann, § 133,19. On the proverb see further below), μέτρειν ἑαυτόν ἐν ἑαυτῷ, to measure oneself by oneself, to derive from oneself the standard by which one estimates oneself, Winer's Grammar, § 31,8 at the end).
2. to measure to, mete out to, i. e. to give by measure: in the proverb τῷ αὐτῷ μέτρῳ ᾧ μετρεῖτε (or (so L T Tr WH) ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε), i. e., dropping the figure, 'in proportion to your own beneficence,' ἀντιμετρέω.)

Greek Monotonic

μετρέω: (μέτρον), μέλ. -ήσω, μετρώ με οποιονδήποτε τρόπο·
I. λέγεται για τόπο, μετρώ, δηλ. διαβαίνω, διασχίζω, πέλαγος μέγα μετρήσασαν, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., ἅλα μετρήσασθαι, σε Μόσχ.
II. 1. με την κοινή έννοια, μετρώ, Λατ. metiri, τὴν γῆν σταδίοισι, σε Ηρόδ.· τῇ γαστρὶ μετροῦμαι τὴν εὐδαιμονίαν, μετρώ (υπολογίζω) την ευτυχία με τις αισθησιακές απολαύσεις, σε Δημ. — Μέσ., μετρεῖσθαι ἴχνη, μετρώ με το βλέμμα μου τα βήματά του, σε Σοφ. — Παθ., υπόκειμαι σε μέτρηση, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
2. απαριθμώ, υπολογίζω, σε Θεόκρ.
3. παραχωρώ κάτι με μέτρο, παρέχω σαν δωρεά κάτι καθορισμένο, σε Αριστοφ., Δημ. — Μέσ., έχω παραχωρήσει τον εαυτό μου σε κάποιον με ορισμένο τρόπο, εὖ μετρεῖσθαι, λαμβάνω ευνοϊκή εκτίμηση, υπολογισμό, σε Ησίοδ.· τὰ ἄλφιτα μετρούμενοι, σε Δημ.

Middle Liddell

μέτρον
to measure in any way:
I. of Space, to measure, i. e. pass over, traverse, πέλαγος μέγα μετρήσασαν Od.:—Mid., ἅλα μετρήσασθαι Mosch.
II. in the common sense, to measure, Lat. metiri, τὴν γῆν σταδίοισι Hdt.; τῆι γαστρὶ μ. τὴν εὐδαιμονίαν to measure happiness by sensual enjoyments, Dem.:—Mid., μετρεῖσθαι ἴχνη to measure his steps by the eye, Soph.:—Pass. to be measured, Hdt., Aesch.
2. to count, Theocr.
3. to measure out, dole out, Ar., Dem.:—Mid. to have measured out to one, εὖ μετρεῖσθαι to get good measure, Hes.; τὰ ἄλφιτα μετρούμενοι Dem.

Chinese

原文音譯:metršw 姆特雷哦
詞類次數:動詞(10)
原文字根:量 相當於: (מָדַד‎)
字義溯源:量,量給,度量;源自(μέτρον)*=分量)。參讀 (μέτρον)同源字
出現次數:總共(10);太(1);可(2);路(1);林後(1);啓(5)
譯字彙編
1) 量(3) 啓11:1; 啓11:2; 啓21:15;
2) 你們⋯量給人(2) 可4:24; 路6:38;
3) 他用⋯量(1) 啓21:16;
4) 你們⋯量(1) 太7:2;
5) 量了(1) 啓21:17;
6) 度量(1) 林後10:12;
7) 就必如此量給(1) 可4:24

Léxico de magia

1 contar mentalmente pasos μέτρησον πεντήκοντα ἐννέα ἐπὶ τρὶς ἀναποδίζων cuenta cincuenta y nueve pasos tres veces caminando hacia atrás P XXXVI 272 2 calcular en una tabla γνῶθι, τέκνον, τίνος ἡμέρα εἰς τὸ Ἑλληνικόν, καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν ἑπτάζωνον μέτρει ἀποκάτωθεν καὶ εὑρήσεις averigua, hijo, de quién es el día según el cálculo helénico, acude al heptazono, calcula desde abajo y lo encontrarás P XIII 215 P XIII 720