ἀναπετής

Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ές, (πετάννυμι)

   A expanded, wide open, ἀδένες Hp.Gland.9; ὀφθαλμοί Aret.SA1.6.    II (πέτομαι), A.Supp.782 (in form ἀμπ-).

German (Pape)

[Seite 201] ές, weit geöffnet, Medic. ὀφθαλμοί

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπετής: -ές, ἀναπεπταμένος, πολὺ ἀνοικτός, «ὁλάνοικτος», ὀφθαλμοὶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· καὶ οὕτως ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 782 ἐν τῷ τύπῳ ἀμπετής.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): tb. ἀμπετής Heliod.Ital.
abierto ἀδένες Hp.Gland.9, ὀφθαλμοί Aret.SA 1.7.4, ὄμμα Heliod.l.c.

Greek Monolingual

(I)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπετάννυμι
ανοιχτός, διάπλατος.———————— (II)
ἀναπετής, -ές (Α) ἀναπέτομαι
αυτός που πετά, ο ιπτάμενος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπετής: поэт. ἀμπετής 2 досл. широко раскрытый, перен. рассеявшийся (ὡς κόνις Aesch.).