νευστικός

Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

(A), ή, όν, (νέω A)

   A able to swim, ζῷον Pl.Sph.220a; ν. μέρος animal family that swims, ib.221e; νευστικὸν μόνον ἰχθύς Arist.HA487b22; τὰ νευστικά ib.489b23.
νευστ-ικός (B), ή, όν, (νεύω)

   A inclining, declining, τὸ περὶ τὴν γῆν ν. Ph.2.513.

Greek (Liddell-Scott)

νευστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, ζῷα Πλάτ. Σοφ. 220Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 19, κ. ἀλλ.· τὰ νευστικὰ αὐτόθι 1. 5, 7, κ. ἀλλ.· ν. μέρος, τὰ νηχόμενα ζῷα, Πλάτ. Πολιτ. 221Ε.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
apte à nager.
Étymologie: νέω².
2ή, όν :
qui se penche.
Étymologie: νεύω.

Greek Monolingual

(I)
νευστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που νεύει, που κλίνει προς κάποιο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεύω, μέσω αμάρτυρου νευστός.———————— (II)
νευστικός, -ή, -όν (Α) νευστός
αυτός που μπορεί να κολυμπά.

Greek Monotonic

νευστικός: -ή, -όν (νέω Β), αυτός που είναι ικανός στην κολύμβηση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νευστικός: умеющий плавать, плавающий (ζῷα Plat., Arst.).