ἀντιρρήγνυμι

Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A break opposite ways, Plu.2.1005b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιρρήγνυμι: παθ., ἀντιρρήγνυμαι, ρήγνυμαι καὶ αὐτός, κἀκεῖνος ἀντιρραγεὶς ὑποχωρεῖ Πλούτ. 2.1005Β.

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Pass. ἀντιρραγείς;
briser contre.
Étymologie: ἀντί, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

abrir caminos opuestos κἀκεῖνος ἀντιρραγείς ὑποχωρεῖ Plu.2.1005b.

Greek Monolingual

ἀντιρρήγνυμι (Α)
διασπώ, διαχωρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιρρήγνῡμι: разрывать в обратном направлении (ἀὴρ ἀντιρραγείς Plut.).