στιλπνότης

Revision as of 08:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A brightness, Plu.2.921a, Gal.7.245, Aq.Dt.7.13, Za.4.14, Plot.2.1.7.

German (Pape)

[Seite 943] ητος, ἡ, = στιλβότης, Glanz, Clem. Al. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στιλπνότης: -ητος, ἡ, = στιλβότης, Πλούτ. 2. 921Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
éclat.
Étymologie: στιλπνός.

Russian (Dvoretsky)

στιλπνότης: ητος ἡ сияние (sc. τῆς πανσελήνου Plut.).