παρακρύπτω

Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A hide one's sympathies, dissimulate, D.S.18.9:— Med., hide oneself, D.L.2.131.

German (Pape)

[Seite 485] dabei od. heimlich verstecken, Ggstz φανερῶς πράττειν, D. Sic. 18, 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακρύπτω: μέλλ. -ψω, κρύπτω πλησίον ἢ ἀποκρύπτω,ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς πράττω, Διόδ. 18. 19˙ - Mέσ., κρύπτομαιπλησίον σου, Διογ. Λ. 2. 131.

Greek Monolingual

ΜΑ
μέσ. παρακρύπτομαι
κρύβομαι κοντά σε κάποιον
αρχ.
κρύβω κάτι κοντά σε κάποιον, αποκρύπτω κάτι.

Russian (Dvoretsky)

παρακρύπτω: припрятывать, укрывать, скрывать Diod., Diog. L.