ὀλβοδότειρα

Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ἡ, fem. of sq., E.Ba.419 (lyr.), Opp.C.1.45.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, fem. zum Folgdn, εἰρήνη, Eur. Bacch. 419.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβοδότειρα: ἡ, θηλυκ. τοῦ ἑπομ., Εὐρ. Βάκχ. 419, Ὀππ. Κυν. 1. 45.

Greek Monolingual

ὀλβοδότειρα, ἡ (Α)
βλ. ολβοδοτήρ.

Greek Monotonic

ὀλβοδότειρα: ἡ, θηλ. του επομ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλβοδότειρα: adj. f дарующая счастье, подательница счастья (εἰρήνη Eur.).