ολβοδοτήρ

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source

Greek Monolingual

ὀλβοδοτήρ, -ήρος, ὁ, θηλ. ὀλβοδότειρα (Α)
αυτός που παρέχει όλβο, πλούτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. πλουτοδοτήρ.