εὔκομπος

Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A loud-sounding, εὔκομποι πληγαὶ ποδός, in dancing, E.Tr.152 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1075] stark tosend, lärmend, ποδὸς πλαγαί Eur. Tr. 152.

Greek (Liddell-Scott)

εὔκομπος: -ον, ὁ ἰσχυρῶς ἠχῶν, εὔκομποι πλαγαὶ ποδός, ἐν τῇ ὀρχήσει, Εὐρ. Τρῳ. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit sonore.
Étymologie: εὖ, κόμπος.

Greek Monolingual

εὔκομπος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά, που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῑς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κόμπος «θόρυβος με αντήχηση»].

Greek Monotonic

εὔκομπος: -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκομπος: звонкий, громкий (ποδὸς πλαγαί Eur.).