ἀρηϊκτάμενος

Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

German (Pape)

[Seite 349] vom Ares getödtet, Il. 22, 72, wo die erste Sylbe lang ist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tué par Arès.
Étymologie: Ἄρης, κτείνω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
muerto en el combate, Il.22.72.

Greek Monolingual

ἀρηϊκτάμενος, -η, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήϊος + κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρηϊκτάμενος: (ᾱρ) павший в бою Hom.