ἀρηϊκτάμενος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
η, ον, (< κτείνω) slain by Ares, Il. 22.72.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
muerto en el combate, Il.22.72.
German (Pape)
[Seite 349] vom Ares getödtet, Il. 22, 72, wo die erste Sylbe lang ist.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tué par Arès.
Étymologie: Ἄρης, κτείνω.
Greek Monolingual
ἀρηϊκτάμενος, -η, -ον (Α)
αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήϊος + κτείνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρηϊκτάμενος: (ᾱρ) павший в бою Hom.