ἀσπίστωρ

Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = ἀσπιστής, κλόνοι ἀσπίστορες turmoil of shielded warriors, A.Ag.404 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = τῷ προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, θόρυβος, σύγκρουσις ἀσπιδοφόρων μαχητῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 404.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
armé d’un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.

Spanish (DGE)

-ορος en que interviene el escudo κλόνοι A.A.403.

Greek Monotonic

ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, σύγκρουση ασπιδοφόρων πολεμιστών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπίστωρ: ορος adj. m боевой (κλόνοι Aesch.).