ἀσπίστωρ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = ἀσπιστής, κλόνοι ἀσπίστορες turmoil of shielded warriors, A.Ag.404 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ορος en que interviene el escudo κλόνοι A.A.403.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
armé d'un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπίστωρ: ορος adj. m боевой (κλόνοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = τῷ προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, θόρυβος, σύγκρουσις ἀσπιδοφόρων μαχητῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 404.
Greek Monotonic
ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, σύγκρουση ασπιδοφόρων πολεμιστών, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἀσπίς = ἀσπιστής
κλόνοι ἀσπίστορες turmoil of shielded warriors, Aesch.