θῆτα
English (LSJ)
τό, indecl.,
A the letter Θ (Hebr. [tnull ]êth), Ar.Ec.685, etc.: gen. θήτατος Democr.20: nom. pl. θήτατες (tetates) Wessely Schrifttaf. zur ält. lat. Paläogr.No.8 (ii A.D.); nickname of Aesop (who was a θής), Ptol. Heph. ap. Phot.Bibl.p.151 B.
German (Pape)
[Seite 1211] τό, indeclin., der Buchstabe θ, Ar. Eccl. 685; Democrit. bildete den gen. θήτατος nach B. A. p. 781, 23.
Greek (Liddell-Scott)
θῆτα: τό, ἄκλ., ἴδε Θ θ· ἀλλὰ γεν. θήτατος, ὡς δέλτατος, Δημόκρ. ἐν Α. Β. 781: ― ὡσαύτως, ὄνομα τοῦ Αἰσώπου (ὅστις ἦτο θής), Φώτ. Βιβλ. 151. 23.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
thêta, 8ᵉ lettre de l’alphabet grec.
Étymologie: emprunt sém. ; cf. hébr. thêt.
Greek Monolingual
το (Α θῆτα)
(άκλιτο
αλλά στον Δημόκρ. γεν. θήτατος και επιγρ. πληθ. θήτατες)
το ένατο γράμμα του αρχαίου και το όγδοο του νέου ελληνικού αλφαβήτου
αρχ.
ως κύριο όν. Θῆτα
όν. του Αισώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προέλευσης (πρβλ. εβρ. teth). Βλ. και εγκυκλ. λήμμα θ].
Russian (Dvoretsky)
θῆτα: τό indecl. (у Democr. gen. θήτατος) тета (название 8-й дуквы греческого алфавита).