ψάλτρια
English (LSJ)
ἡ,
A female harper, Pl.Prt. 347d, Ion Trag.22, Arist.Ath.50.2, Men.319.4, Plu.Caes.10, al.
German (Pape)
[Seite 1391] ἡ, fem. von ψαλτήρ, die ein Saiteninstrument Spielende; Ion bei Ath. XIV, 634 f; Plat. Prot. 347 d; Luc. bis acc. 16 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ψάλτρια: ἡ, γυνὴ κιθαρῳδός, Πλάτ. Πρωτ. 347D, Ἴων παρ’ Ἀθην. 634F, Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1, 4, Ἀριστ. Ἀποσπ. 408, Πλούτ., κλπ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
joueuse de lyre ou de harpe.
Étymologie: ψάλτης.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και ψάλτρα Ν
βλ. ψάλτης.
Greek Monotonic
ψάλτρια: ἡ (ψάλλω), γυναίκα που παίζει άρπα, αρπίστρια, κιθαρίστρια, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ψάλτρια: ἡ Plat., Arst., Plut., Luc. f к ψάλτης.