ψάλτρια

Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ἡ,

   A female harper, Pl.Prt. 347d, Ion Trag.22, Arist.Ath.50.2, Men.319.4, Plu.Caes.10, al.

German (Pape)

[Seite 1391] ἡ, fem. von ψαλτήρ, die ein Saiteninstrument Spielende; Ion bei Ath. XIV, 634 f; Plat. Prot. 347 d; Luc. bis acc. 16 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ψάλτρια: ἡ, γυνὴ κιθαρῳδός, Πλάτ. Πρωτ. 347D, Ἴων παρ’ Ἀθην. 634F, Μένανδρος ἐν «Μέθῃ» 1, 4, Ἀριστ. Ἀποσπ. 408, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
joueuse de lyre ou de harpe.
Étymologie: ψάλτης.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και ψάλτρα Ν
βλ. ψάλτης.

Greek Monotonic

ψάλτρια: ἡ (ψάλλω), γυναίκα που παίζει άρπα, αρπίστρια, κιθαρίστρια, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ψάλτρια: ἡ Plat., Arst., Plut., Luc. f к ψάλτης.