ψάλλω

From LSJ

διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάλλω Medium diacritics: ψάλλω Low diacritics: ψάλλω Capitals: ΨΑΛΛΩ
Transliteration A: psállō Transliteration B: psallō Transliteration C: psallo Beta Code: ya/llw

English (LSJ)

A fut. ψᾰλῶ LXX Jd.5.3, 1 Ep.Cor.14.15: aor. ἔψηλα Pl.Ly. 209b, etc., and in LXX ἔψᾱλα Ps.9.12, al.:—pluck, pull, twitch, ψ. ἔθειραν pluck the hair, A.Pers.1062: especially of the bow-string, τόξων χερὶ ψάλλουσι νευράς twang them, E.Ba.784; κενὸν κρότον Lyc.1453; ἐκ κέραος ψ. βέλος send a shaft twanging from the bow, APl.4.211 (Stat. Flacc.); so μιλτοχαρὴς σχοῖνος ψαλλομένη a carpenter's red line, which is twitched and then suddenly let go, so as to leave a mark, AP6.103 (Phil.): metaph., γυναῖκας ἐξ ἀνδρῶν ψόγος ψάλλει, κενὸν τόξευμα E.Fr.499.
II mostly of the strings of musical instruments, play a stringed instrument with the fingers, and not with the plectron, ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ Pl. l. c., et ibi Sch.; ἐάν τις ψήλας τὴν νήτην ἐπιλάβῃ Arist.Pr.919b15; μουσικώτατος ὢν χατὰ χεῖρα δίχα πλήκτρου ἔψαλλε Ath.4.183d; opp. κιθαρίζω, Hdt.1.155, SIG578.18 (Teos, ii B. C.); πρὶν μέν σ' ἑπτάτονον ψάλλον (sc. τὴν λύραν) Ion Eleg.3.3: abs., Hdt. l. c., Ar.Eq.522, Hippias (?) in PHib.1.13.24; κόραις Men.Epit.260; ψάλλειν [οὐκ ἔνι] ἄνευ λύρας Luc.Par.17:—Prov., ῥᾷον ἤ τις ἂν χορδὴν ψήλειε 'as easy as falling off a log', Aristid.Or.26(14).31.
2 later, sing to a harp, LXX Ps.7.18, 9.12, al.; τῇ καρδίᾳ Ep.Eph.5.19; τῷ πνεύματι 1 Ep.Cor. l. c.
3 Pass., of the instrument, to be struck or played, ψαλλομένη χορδή Arist.Pr.919b2; also of persons, to be played to on the harp, Macho ap.Ath.8.348f.

German (Pape)

[Seite 1390] berühren, betasten, durch Berühren erregen, bes. rupfen, zupfen, ἔθειραν, das Haar raufen, wie τίλλειν, Aesch. Pers. 1019. Bes. – a) die Sehne des Bogens schnellen, τόξου νευρὰν ψάλλειν, Eur. Bacch. 783; u. dah. βέλος ἐκ κέραος ψάλλειν, den Pfeil vom Bogen schnellen, Statill. Flacc. 8 (Plan. 211); ähnl. σχοῖνος μιλτοφυὴς ψαλλομένη, die mit Röthel gefärbte Schnur der Zimmerleute, die mit den Fingern geschnellt wird, wenn sie einen Strich geben soll, Philp. Thess. 15 (VI, 103). – Und am häufigsten b) die Saite schnellen, vom Saitenspiel, χορδὴν ψάλλειν, auch κιθάραν ψάλλειν, u. ohne diesen Zusatz, die Cither spielen (vgl. κρέκειν, mit dem Plektrum schlagen), indem man mit den Fingern die Saite faßt und sie schnellt, Ar. Equ. 520; unterschieden von κιθαρίζειν Her. 1, 155; ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ Plat. Lys. 209 b; sprichwörtlich ψάλλειν οὐκ ἔνι ἄνευ λύρας Luc. paras. 17; pass. ψαλλομένη χορδή Arist. probl. 19, 23. – Med. ψάλλεσθαι, sich auf der Cither vorspielen lassen, Macho bei Ath. VIII, 348 f.

French (Bailly abrégé)

f. ψαλῶ, ao. ἔψηλα, postér. ἔψαλα, pf. ἔψαλκα;
tirer par secousses, d'où
1 tirer brin à brin, poil à poil, p. ext. tirer, arracher : ἔθειραν ESCHL arracher la chevelure;
2 tirer, puis lâcher ; faire vibrer ; abs. ψάλλειν, toucher d'un instrument (avec les doigts, non avec le πλῆκτρον);
NT: chanter, chanter un hymne de louange.
Étymologie: ψάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψάλλω, aor. ἔψηλα plukken:. ψάλλ’ ἔθειραν pluk je haar uit Aeschl. Pers. 1062. muz. tokkelen, bespelen (van snaarinstrument); overdr.:; τόξων χερὶ ψάλλουσι νευράς met hun hand laten zij de pezen van de bogen zingen Eur. Ba. 784; christ. (psalm)zingen (bij de harp).

Russian (Dvoretsky)

ψάλλω: (aor. ἔψηλα - поздн. ἔψᾱλα)
1 дергать, рвать: ψ. ἔθειραν Aesch. рвать на себе волосы;
2 щипать, перебирать (νήτην Arst.; σχοῖνον μιλτοφυρῆ Anth.): τόξων νευρὰς ψ. χερί Eur. пощипывать (т. е. пробовать) рукой тетивы луков;
3 перебирать пальцами струны, бряцать на музыкальном инструменте: κιθαρίζειν τε καὶ ψ. Her. играть на кифаре (плектром) и на лире (пальцами); ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ Plat. ударять по струнам пальцами или плектром; οὐ ψ. ἔνι ἄνευ λύρας погов. Luc. невозможно играть на лире, когда лиры нет;
4 играть или петь Arph., Plut.;
5 славить песнями, воспевать (ὀνόματί τινος NT).

Greek (Liddell-Scott)

ψάλλω: μέλλ ψᾰλῶ· ἀόρ. ἔψηλα καὶ παρὰ τοῖς Ἑβδ ἔψᾱλα· πρκμ. ἔψαλκα· (ἴδε ψάω). Ἐγγίζω ἰσχυρῶς, ἀποσπῶ, μαδῶ, ψάλλ’ ἔθειραν, «τράβα τὰ μαλλιά σου», συνώνυμον τῷ τίλλειν, Αἰσχύλου Πέρσ. 1062· ― μάλιστα ἐπὶ τῆς χορδῆς τοῦ τόξου, τόξου νευρὰν ψάλλω, τεντώνω καὶ ἀφίνω αὐτὴν νὰ ἠχήση, Εὐρ. Βάκχ. 784· ψ. κενὸν τόξευμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 501· κενὸν κρότον Λυκόφρ. 1453· βέλος ἐκ κέραος ψ., ῥίπτω βέλος διὰ τοῦ τόξου μετὰ κλαγγῆς, Ἀνθ. Πλαν. 211· οὕτω, σχοῖνος μιλτοφυρὴς ψαλλομένη, τοῦ ξυλουργοῦ τὸ ἐρυθροβαφὲς σχοινίον ὅπερ ἐντείνεται καὶ λαμβάνεται ἀπὸ τοῦ μέσου εἶτα δ’ αἴφνης ἀφίνεται ὥστε νὰ σχηματίσῃ ἐρυθρὰν γραμμὴν ἐπὶ τῆς σανίδος, Ἀνθ. Παλατ. 6. 103. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἐγχόρδων ὀργάνων, παίζω διὰ τῶν δακτύλων χορδότονον ὄργανον καὶ οὐχὶ διὰ τοῦ πλήκτρου, ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ Πλάτ. Λῦσ. 209Β, καὶ αὐτόθι ἴδε Σχολ.· ἐάν τις ψήλας τὴν νήτην ἐπιλάβῃ Ἀριστ. Προβλ. 19. 24· μουσικώτατος ὢν κατὰ χεῖρα δίχα πλήκτραν ἔψαλλε Ἀθήν. 183D· ἀντίθετον τῷ κιθαρίζω παρ’ Ἡροδ. 1. 155 ψάλλω σε [τὴν λύραν] Ἴων Χῖος 3. 3· καὶ ἀπολ., ψάλλω, ὡς τὸ Λατ. psallere, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 522· ψάλλειν οὐκ ἔνι ἄνευ λύρας Λουκ. Παράσ. 17. 2) παρὰ μεταγεν., ᾄδω πρὸς κιθάραν, Ἑβδ. (Ψαλμ. Ζ΄, 17, Θ΄, 11, κ. ἀλλ.), Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. ε΄, 19· ψ. τῷ πνεύματι πρὸς Κορινθ. α΄ Ἐπιστ. κεφ. ιδ΄, 15. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τοῦ παιζομένου ὀργάνου, πλήττομαι παίζομαι, ψαλλομένη χορδὴ Ἀριστ. Προβλ. 19. 23, 1· ― ἀλλὰ καὶ ἐπὶ προσώπων, ψάλλομαι, Μάχων 348F· πρβλ. αὐλέω ΙΙ. 2.

English (Strong)

probably strengthened from psao (to rub or touch the surface; compare ψώχω); to twitch or twang, i.e. to play on a stringed instrument (celebrate the divine worship with music and accompanying odes): make melody, sing (psalms).

English (Thayer)

future ψαλῶ; (from ψάω, to rub, wipe; to handle, touch (but cf. Curtius, p. 730));
a. to pluck off, pull out: ἐθειραν, the hair, Aeschylus Pers. 1062.
b. to cause to vibrate by touching, to twang: τόξων νευράς χειρί, Euripides, Bacch. 784; specifically, χορδήν, to touch or strike the chord, to twang the strings of a musical instrument so that they gently vibrate (Aristotle, probl. 19,23 (p. 919b, 2)); and absolutely, to play on a stringed instrument, to play the harp, etc.: Aristotle, Plutarch, Aratus (in Plato, Lysias, p. 209b. with καί κρούειν τῷ πλήκτρω added (but not as explanatory of it; the Schol. at the passage says ψῆλαι, τό ἄνευ πληκτρου τῷ δακτύλῳ τάς χορδας ἐπάφασθαι); it is distinguished from κιθαρίζειν in Herodotus 1,155); the Sept. for נִנֵן and much more often for זִמֵּר; to sing to the music of the harp; in the N.T. to sing a hymn, to celebrate the praises of God in Song of Solomon, R. V. sing praise); τῷ κυρίῳ, τῷ ὀνόματι αὐτοῦ (often so in the Sept.), in honor of God, A. V. making melody); ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ δέ καί τῷ νοι<, 'I will sing God's praises indeed with my whole soul stirred and borne away by the Holy Spirit, but I will also follow reason as my guide, so that what I sing may be understood alike by myself and by the listeners', 1 Corinthians 14:15.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ψέλνω Ν
άδω λατρευτικούς ύμνους, εκκλησιαστικά τροπάρια
νεοελλ.
1. τραγουδώ («έψαλαν τον Εθνικό Ύμνο»)
2. είμαι ψάλτης σε ναό («πού θα ψάλλεις την Κυριακή;»)
3. συνεκδ. υμνώ, εξυμνώ, εγκωμιάζω
4. μτφ. α) λέω κάτι επίμονα και μονότονα («όλη την ημέρα μού έψελνε πάνω από το κεφάλι μου»)
β) εκφράζομαι με παράξενο ή με ακατανόητο τρόπο («τί ψέλνεις εκεί πέρα;»)
γ) επιπλήττω κάποιον με δριμύτητα («θα του τά ψάλλω όταν θά 'ρθει»)
5. φρ. α) «του έψαλε τον εξάψαλμο» ή «του έψαλε τον αναβαλλόμενο» — τον επέπληξε πολύ αυστηρά
β) «τί μού ψέλνεις;» — τί ανοησίες μού λές;
γ) «ψάλε δέσποτα, μέ πονεί το δάχτυλο» — λέγεται για αβάσιμες προφάσεις
αρχ.
1. τίλλω, μαδώ («ψαλλ' ἔθειραν» — μάδα τα μαλλιά σου, Αισχύλ.)
2. (σχετικά με χορδή τόξου) τραβώ και αφήνω να ηχήσει, τεντώνω («τόξου νευρὰν ψάλλω», Ευρ.)
3. (σχετικά με βέλος) ρίχνω προκαλώντας χαρακτηριστικό συριγμό («βέλος ἐκ κέραος ψάλλειν», Ανθ. Παλ.)
4. (σχετικά με έγχορδα όργανα) νύσσω, χτυπώ με τα δάχτυλα
5. τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας
6. φρ. «σχοῖνος μιλτοφυρὴς ψαλλομένη» — το βαμμένο κόκκινο νήμα που τεντώνουν οι ξυλουργοί παράλληλα πάνω από την επιφάνεια ξύλου που πρόκειται να κόψουν και τὸ αφήνουν μετά απότομα, ώστε να χτυπήσει στο ξύλο και να σχηματιστεί μια κόκκινη γραμμή
7. παροιμ. «ψάλλειν οὐκ ἔνι ἄνευ λύρας» — δεν είναι δυνατόν να κάνει κανείς κάτι χωρίς να έχει τα απαραίτητα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθανότατα για ελλ. εκφραστ. σχηματισμό (πρβλ. ψαθάλλω, ψηλαφώ). Η σύνδεση του ρ. τόσο με την οικογένεια του ψήω / ψῆν / ψάω όσο και με το λατ. palpor «ψηλαφώ» δεν ικανοποιεί. Το ρ. ψάλλω με αρχική σημ. «σφίγγω και τραβώ με τα δάχτυλα χορδή τόξου ή χορδή μουσικού οργάνου» χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια για να δηλώσει το παίξιμο, γενικά, έγχορδου μουσικού οργάνου και, συνεκδοχικά, το τραγούδι, τον ύμνο που συνοδεύει τον ήχο τών εν λόγω οργάνων. Ο νεοελλ., τέλος, τ. ψέλνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έψαλα του ψάλλω, κατά το σχήμα έκαμα: κάμνω (για την τροπή του -α- σε -ε- πρβλ. το διαλ. έβαλα: βέλνω)].

Greek Monotonic

ψάλλω: μέλ. ψᾰλῶ, αόρ. αʹ ἔψηλα, παρακ. ἔψαλκα (ψάω
I. αγγίζω με δύναμη, μαδώ, τραβώ, σύρω, αποσπώ, σε Αισχύλ.· τόξου νευρὰν ψάλλω, τεντώνω χορδή τόξου και την αφήνω να ηχήσει, σε Ευρ.· βέλος ἐκ κέραος ψάλλω, ρίχνω βέλος από τόξο με κλαγγή, σε Ανθ.· ομοίως, σχοῖνος μιλτοχαρὴς ψαλλομένη, το κόκκινο σχοινί του ξυλουργού, το οποίο τεντώνεται και μετά ξαφνικά αφήνεται, έτσι που να σχηματίσει ερυθρά γραμμή πάνω σε σανίδα, στο ίδ.
II. 1. χτυπώ έγχορδο όργανο με τα δάκτυλα, χωρίς πλήκτρα, σε Ηρόδ., Αριστοφ., Πλάτ.
2. έπειτα παίζω κιθάρα, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

[ψάω]
I. to touch sharply, to pluck, pull, twitch, Aesch.; τόξου νευρὰν ψ. to twang the bow-string, Eur.; βέλος ἐκ κέραος ψ. to send a shaft twanging from the bow, Anth.; so, σχοῖνος μιλτοφυρὴς ψαλλομένη a carpenter's red line, which is twitched and then suddenly let go, so as to leave a mark, Anth.
II. to play a stringed instrument with the fingers, not with the plectron, Hdt., Ar., Plat.
2. later, to sing to a harp, sing, NTest.

Frisk Etymology German

ψάλλω: {psállō}
Forms: Aor. ψῆλαι, hell. (LXX) ψᾶλαι, Fut. ψαλῶ,
Grammar: v.
Meaning: ‘eine Saite, auch eine Bogensehne mit den Fingern (und nicht mit dem Plektron) schnellen, zupfen’ (ion. att.), zur Harfe singen, lobsingen (LXX, NT).
Composita: auch m. ἐπι-, κατα-, δια- u.a.,
Derivative: Davon 1. ψαλμός (δια-, ἐπι-) m. das Schnellen, das Zupfen der Bogensehne, der Saiten, Saitenspiel (Pi., A. in anap., E. in lyr. u.a.), das Singen dazu, Loblied (LXX, NT), ἀντίψαλμος vom Saitenspiel begleitet (E. in lyr.), -μίζω Loblieder, Psalmen singen, -μιστής (Gloss.) u.a. 2. ψάλμα (διά-, ἀπό-) n. Ton, Melodie eines Saitenspiels (LXX, AP, Max. Tyr., Ptol.). 3. -σις f. das Schnellen, Zupfen (Philostr.). 4. -της m. ‘Spieler eines Saiteninstruments, Lauten-, Harfenspieler’ (hell. u. sp.), älter f. -τρια Harfenspielerin (Pl., Ion Trag., Arist,. hell. u. sp.); zum Akz. usw. Fraenkel Nom. ag. 1, 225 m. vielen Einzelheiten. 5. -τήριον n. Saiteninstrument, Harfe (Arist., Thphr., LXX usw.). 6. -τικός zum Harfenspiel gehörig (sp.). 7. -τιγξ· κιθάρα H. Suid. (nach φόρμιγξ u.a.).
Etymology: Ohne sichere Etymologie. Der Struktur nach zu πάλλω, ἰάλλω, σκάλλω, σφάλλω u.a.m. stimmend, mag sich ψάλλω an diese Vorbilder sekundär angeschlossen haben. Anknüpfung an ψῆν (v. Wilamowitz zu E. HF 1064) muß wegen der bei einer etwaigen formalen Entgleisung oder Kreuzung eingetretenen Bedeutungsverschiebung hypothetisch bleiben. — Seit langem zu lat. palpor, -ārī streicheln, schmeicheln gestellt (s. W.-Hofmann s.v. mit reicher Lit. und weiteren überholten Kombinationen); weder formal noch begrifflich vorzuziehen. Ältere Lit. auch bei Bq und WP. 2, 6 f. — Vgl. ψηλαφάω.
Page 2,1129

Chinese

原文音譯:y£llw 普沙羅
詞類次數:動詞(5)
原文字根:撥弦 相當於: (זָמַר‎) (נָגַן‎)
字義溯源:彈琴*,歌唱,歌頌,讚美;或源自(ψαλμός)Y=磨擦*)。比較: (ψώχω)=搓磨。參讀 (ᾄδω)同義字
同源字:1) (ψάλλω)彈琴 2) (ψαλμός)詩章
出現次數:總共(5);羅(1);林前(2);弗(1);雅(1)
譯字彙編
1) 要⋯歌頌(1) 林前14:15;
2) 我要⋯歌頌(1) 林前14:15;
3) 他就該歌頌(1) 雅5:13;
4) 讚美(1) 弗5:19;
5) 歌頌(1) 羅15:9

Mantoulidis Etymological

(=ἀγγίζω ἐλαφρά, παίζω μέ τά δάχτυλα τίς χορδές τῆς κιθάρας). Ἀπό ρίζα ψα- τοῦ ψάω. Ἴσως συγγενικό μέ τά: πάλλω, πελεμίζω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ψαλμός, ψαλμικός, ψάλμα, διάψαλμα, ψαλμῳδός, ψάλσις, ψαλτήριον, ψάλτης, ψάλτρια, ψαλτικός, ψαλτός.