ψάλτης
English (LSJ)
ψάλτου, ὁ, harper, Men.495, Hippias (?) in PHib.1.13.7, 25, Macho ap.Ath.8.348f, LXX 1 Es.5.42, Plu.2.67f, 223f, cf. κιθαριστὴς ἢ ψ. SIG578.15 (Teos, ii B. C.); epithet of Apollo, AP9.525.24. [Oxyt. in Att., parox. in Hellenistic Gr., Choerob. in Theod.1.187H.]
German (Pape)
[Seite 1391] ὁ, der Spieler eines Saiteninstruments; Apollo, Hymn. (IX, 525); Plut. ad. et am. discr. 40 Pomp. 36.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
joueur d'un instrument à cordes, particul. joueur de lyre.
Étymologie: ψάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ψάλτης: ου ὁ псалт (музыкант, играющий на струнном инструменте) Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ψάλτης: -ου, ὁ παίζων τὴν κιθάραν, Μάχων παρ’ Ἀθην. 348Ε, Πλούτ. 2. 67F, 223F, πρβλ. Meineke εἰς Μενάνδρου «Ὑποβολιμαῖον»15. 2) ὁ ἐν τῷ ναῷ ψάλλων, ἱεροψάλτης, Κανών Ἀποσπ. 26, Διαταγ. Ἀποστ. 3, 11, Παλλαδ. Λαυσ. 1241, κλπ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ψάλτρια, ΝΜΑ, τ. θηλ. και ψάλτρα Ν ψάλλω
εκκλησιαστικό υπούργημα του κατώτερου κλήρου τή Ορθόδοξης Εκκλησίας, απονεμόμενο σε ειδικά καταρτισμένους για την εκτέλεση τών εκκλησιαστικών ύμνων πιστούς, ιεροψάλτης
νεοελλ.
1. ποιητής που υμνεί κάτι, βάρδος («ο Σολωμός υπήρξε ψάλτης της ελευθερίας»)
2. κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών του γένους προυνέλ(λ)α
3. παροιμ. «απορία ψάλτου βηξ» — λέγεται για όσους δεν μπορούν να δώσουν απάντηση σε κάτι και χρονοτριβούν
αρχ.
1. παίκτης έγχορδου μουσικού οργάνου
2. προσωνυμία του Απόλλωνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψάλτης -ου, ὁ [ψάλλω] citerspeler.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ψάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.