εὐκατανόητος

Revision as of 08:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A easy to observe or understand, Plb.18.30.11, Ptol.Tetr.30.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht einzusehen, Pol. 18, 13 E.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατανόητος: -ον, εὐχερῶς κατανοούμενος, Πολύβ. 18. 13, 11.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατανόητος, -ον)
αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-νοητός (< κατα-νοώ)].

Russian (Dvoretsky)

εὐκατανόητος: легко постигаемый, понятный Polyb.