συναποκομίζω

Revision as of 08:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A carry away together, D.S.1.20, 3.15:— Pass., J.AJ14.4.5.

German (Pape)

[Seite 1002] mit od. zugleich weg- od. zurückbringen, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκομίζω: ἀποκομίζω ὁμοῦ, ἐπανελθόντα εἰς τὴν Αἴγυπτον συναπακομίσαι δῶρα πανταχόθεν τὰ κράτιστα Διόδ. 1. 20., 3. 15.

Greek Monolingual

ΝΑ ἀποκομίζω
παίρνω μαζί μου, μεταφέρω μαζί μου.

Greek Monolingual

ΝΑ ἀποκομίζω
παίρνω μαζί μου, μεταφέρω μαζί μου.

Russian (Dvoretsky)

συναποκομίζω: уносить с собою (εἰς τὴν Αἴγυπτον δῶρα Diod.).