ἀποκομίζω
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
A carry away, escort, X.Cyr.7.3.12; carry away captive, ἐς πόλιν Th.7.82:—Pass., to be carried off, οἴκαδε And.1.61, cf. D.54.9; take oneself off, get away, ἐς τὴν Ἠιόνα Th.5.10; ἐπ' οἴκου Id.4.96.
II carry back, A.R.4.1106:—Pass., ὀπίσω ἀ. return, Hdt.5.27.
Spanish (DGE)
A tr.
I en cont. de alejamiento
1 c. indicación de destino llevar, conducir de pers. τούτους (prisioneros) ... ἐς τὴν πόλιν Th.7.82, τετρωμένον αὐτὸν ἐπὶ τὸ πλοῖον Isoc.19.39, σε ὅποι ἂν αὐτὴ ἐθέλῃς X.Cyr.7.3.12
•en v. pas. ἐπὶ κλίνης ἀπεκομίσθην οἴκαδε And.Myst.61
•fig. εἰς ἐπίγνωσιν αὐτούς Cyr.Al.M.70.612D
•de cosas llevar ἰς Ῥώμαν ... δωρεάν Lindos 384b.9 (I a.C.), ἀγγελίαν LXX Pr.26.16
•entregar διαγραφήν, ἣν ἀπεκόμισεν PSI 383.9 (III a.C.), γράμματα Polyc.Sm.Ep.13.1
•devolver en tm. παρθενικὴν μὲν ἐοῦσαν, ἑῷ ἀπὸ πατρὶ κομίσσαι ἰθύνω si es virgen, haré que se la devuelvan a su padre A.R.4.1106.
2 sin indicación de destino retirar, apartar, llevarse τὴν ἐκ τῆς χώρας ὠφέλειαν Plb.2.11.14, τῆς ἱστορίης ἀποκομίσας τὸν λόγον apartando del tema la conversación Cyr.Al.M.68.364A
•en v. pas. ἐγὼ μὲν ἀπεκομίσθην ὑπὸ τῶν παρατυχόντων γυμνός D.54.9, ἰδεῖν τράπεζαν ... ἀποκομιζομένην ver la mesa cuando es retirada Plu.2.994f.
II en cont. de acercamiento
1 traer ἧκέ μοι φίλημα ... ἀποκομίζων ven a traerme un beso Aristaenet.1.24.34.
2 en v. med. recibir παραγαγεῖν τὴν θυγατέρα ἡμῶν, ἵνα ἀποκομισώμεθα αὐτήν BGU 1139.20 (I a.C.), παρὰ ὑμῶν ἐπιστολάς PSarap.86.4, παρὰ σοῦ ... τὰ θρέμματα SB 9912.10 (III d.C.).
B intr., en v. med.-pas. marcharse, irse ὀπίσω Hdt.5.27, ἐπ' οἴκου Th.4.96, ἐς τὴν Ἠιόνα Th.5.10.
German (Pape)
[Seite 308] wegführen, wegbringen, Xen. Cyr. 7, 3, 12 u. Sp., wie Pol. 1. 29; zurückführen, Ap. Rh. 4, 1106. – Pass. in med. Bdtg, ἀπεκομίσθην οἴκαδε, Andoc. 1, 61; vgl. Her. 5, 27 u. Thuc. 6, 52, öfter.
French (Bailly abrégé)
1 emmener ; Pass. se transporter, s'en aller;
2 ramener;
Pass. ἀποκομίζομαι au sens Moy. retourner, revenir.
Étymologie: ἀπό, κομίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκομίζω:
1 отводить, увозить, отвозить (Thuc., Xen., Polyb., ταῖς ναυσὶν εἰς Ἀσίαν ἀποκομισθείς Plut.);
2 pass. уходить, отступать, тж. возвращаться (ὀπίσω Her.; ἐπ᾽ οἴκου Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, ἄγω, ὁδηγῶ, συνοδεύω, ἀπὸ ἑνὸς τόπου εἰς ἄλλον, καὶ συστήσω ὅστις ἀποκομιεῖ σε ὅποι ἂν αὐτὴ θέλῃς Ξεν. Κύρ. 7. 3, 12: μεταφέρω ὡς αἰχμάλωτον, τοὺς μὲν εὐθὺς ἀπεκόμιζον ἐς πόλιν Θουκ. 7. 82: - Παθ. μεταφέρομαι, φερόμενος ἐπὶ κλίνης ἀπεκομίσθην οἴκαδε Ἀνδοκ. 9. 7, πρβλ. Δημ. 1259. 23: ἀποσύρομαι, ἀναχωρῶ, ἐς τόπον Θουκ. 5. 10· ἐπ’ οἴκου ὁ αὐτ. 4. 96. ΙΙ. φέρω ὀπίσω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1106: - Παθ., ὀπίσω ἀποκομιζόμενον, ὑποστρέφοντα, Ἡρόδ. 5. 27.
Greek Monolingual
(AM ἀποκομίζω)
παίρνω μαζί μου φεύγοντας, φέρνω αλλού
νεοελλ.
έχω ως όφελος, πορίζομαι («αποκόμισα πολλά από σένα»)
αρχ.
1. μεταφέρω μακριά
2. φέρνω πίσω
3. (-ομαι) αποχωρώ, αποσύρομαι.
Greek Monotonic
ἀποκομίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ, οδηγώ, μεταφέρω μακριά, συνοδεύω σε ταξίδι ή διαδρομή, σε Ξεν.· μεταφέρω καποιον ως αιχμάλωτο, σε Θουκ. — Παθ., μεταφέρομαι, αναχωρώ, αποσύρομαι, στον ίδ.· φέρνω πίσω, επιστρέφω κάτι, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to carry away, escort, Xen.: to carry away captive, Thuc.:—Pass. to take oneself off, get away, Xen.: to return, Hdt.
Lexicon Thucydideum
abducere, to lead away, 7.82.3,
PASS. reverti, se recipere, to return, withdraw oneself, 3.81.1. 4.96.9,
item likewise 4.100.5. 5.10.10, 6.52.2, 7.26.3,
item likewise 8.19.4. 8.23.5.