τροφώδης

Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ες,

   A nutritious, Arist.Pr.871b19, Xenocr. ap. Orib.2.58.40,50; τ. τῆς σαρκός Arist.Pr.893a29.    II = τροφιώδης; Hsch. explains σῦφαρ by τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος τ.

Greek (Liddell-Scott)

τροφώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων θρεπτικὴν οὐσίαν ἢ φύσιν, θρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 3. 5, 6, Ξενοκρ. Περὶ τῆς ἀπὸ τῶν ἐνύδρ. τροφ. 135· τρ. τῆς σαρκὸς Ἀριστ. Προβλ. 10. 22. ΙΙ. = τροφιώδης· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει σῦφαρ, = «τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος τροφῶδες».

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τροφή
1. θρεπτικός
2. πυκνός, συμπαγής.

Russian (Dvoretsky)

τροφώδης: питательный (ὑγρόν Arst.): τ. τῆς σαρκός Arst. питающий мышечную ткань.