θερμομιγής

Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ές,

   A half-hot, ἀήρ Placit.2.20.13.

German (Pape)

[Seite 1202] ές, mit Wärme gemischt, ἀήρ Plut. plac. phil. 2, 20.

Greek (Liddell-Scott)

θερμομῐγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ θερμός, Πλούτ. 2. 890Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mêlé de chaleur, modérément chaud.
Étymologie: θερμός, μίγνυμι.

Greek Monolingual

θερμομιγής, -ές (Α)
ο κατά το ήμισυ θερμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -μιγής (< θ. μιγ-, πρβλ. εμίγην του μείγνυμι), πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής.

Russian (Dvoretsky)

θερμομῐγής: смешанный с теплом, теплый (ἀήρ Plut.).