ταχύμορος

Revision as of 08:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ον,

   A quickly dying, short-lived, κλέος A.Ag.486 (lyr.): also τᾰχῠ-μόριος, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.264 (Phrygia, iii A.D.): and τᾰχῠ-μοιρος, Epigr.Gr.365 (Cotiaeum), 367 (ibid.), Supp.Epigr.6.159.17 (Phrygia, iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1076] von kurzem Schicksal oder Leben, Aesch. Ag. 473.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύμορος: -ον, ὁ ταχέως ἀποθνήσκων, βραχύβιος, κλέος Αἰσχύλ. Ἀγ. 486· ὡσαύτως ταχύμοιρος, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3827hh, 3857m.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la destinée et courte, qui vit ou qui dure peu.
Étymologie: ταχύς, μόρος¹.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -μορος (< μόρος), πρβλ. κακό-μορος].

Greek Monotonic

τᾰχύμορος: -ον, αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύμορος: (ῠ) недолговечный (κλέος Aesch.).